ἀναζησάσης

ἀναζησάσης
ἀναζησά̱σης , ἀναζάω
return to life
aor part act fem gen sg (attic epic ionic)
ἀναζησά̱σης , ἀναζάω
return to life
aor part act fem gen sg (attic epic ionic)
ἀναζησά̱σης , ἀναζέω
boil up
aor part act fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Παπαβασιλόπουλος, Αναστάσιος — Λόγιος και κληρικός από τα Γιάννενα, που έζησε στα τέλη του 17ου και στις αρχές του 18ου αι. Σπούδασε φιλοσοφία και φιλολογία στην Ιταλία και, όταν γύρισε στην Ελλάδα, διορίστηκε αρχικά ιεροκήρυκας στην Κωνσταντινούπολη, μετά οικονόμος στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”